- χέλυο
- το / χέλυον, ΝΑ [χέλυς, -υος]το όστρακο τής χελώνας, κν. γνωστό σήμερα ως καύκαλο ή καβούκι, καθώς και με την εμπορική ονομασία ταρταρούγα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλευρόδειρα — τα, Ν ζωολ. χελώνια ερπετά τών οποίων ο λαιμός αναδιπλώνεται πλαγίως κάτω από το χέλυο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleurodira (< πλευρά + δέρη / δειρή «λαιμός, τράχηλος»)] … Dictionary of Greek
χελώνα — η / χελώνη, ΝΜΑ, και χελύνη και αιολ. τ. χελύννα και χέλυννα Α 1. οστρακοφόρο βραδύκίνητο ερπετό (α. «πηγαίνει σαν χελώνα» β. «ὀρεσκῴοιο χελώνης», Υμν. Ερμ. γ. «αἱ θαλάττιαι χελῶναι καὶ αἱ χερσαῑαι», Αριστοτ.) 2. το όστρακο τού ζώου αυτού 3.… … Dictionary of Greek